γνώριμος;

γνώριμος;
η , ο [ος , ον ] 1. знакомый;
2. (ο ) знакомый;

έχω πολλούς γνώριμους — у меня много знакомых;

ένας γνώριμος μου... один мой знакомый...

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γνώριμος;" в других словарях:

  • γνώριμος — well known masc nom sg γνώριμος well known masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώριμος — η, ο (AM γνώριμος, ον) 1. γνωστός, αυτός τον οποίο γνωρίζει κάποιος 2. οικείος, εκείνος με τον οποίο έχει κάποιος φιλικές σχέσεις νεοελλ. χρυσοπράσινος σκαραβαίος με λευκά στίγματα αρχ. Ι. 1. μαθητής, οπαδός 2. συγγενής 3. διακεκριμένος, διάσημος …   Dictionary of Greek

  • γνώριμος — η, ο ο γνωστός, ο οικείος: Μου είναι γνώριμα αυτά τα μέρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνωριμώτερον — γνώριμος well known adverbial comp γνώριμος well known masc acc comp sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc comp sg γνώριμος well known masc acc comp sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc comp sg γνώριμος well known adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμωτάτων — γνώριμος well known fem gen superl pl γνώριμος well known masc/neut gen superl pl γνώριμος well known fem gen superl pl γνώριμος well known masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμωτέρων — γνώριμος well known fem gen comp pl γνώριμος well known masc/neut gen comp pl γνώριμος well known fem gen comp pl γνώριμος well known masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμώτατα — γνώριμος well known adverbial superl γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl pl γνώριμος well known adverbial superl γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωριμώτατον — γνώριμος well known masc acc superl sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl sg γνώριμος well known masc acc superl sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίμω — γνώριμος well known masc/neut nom/voc/acc dual γνώριμος well known masc/neut gen sg (doric aeolic) γνώριμος well known masc/fem/neut nom/voc/acc dual γνώριμος well known masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνωρίμως — γνώριμος well known adverbial γνώριμος well known masc acc pl (doric) γνώριμος well known adverbial γνώριμος well known masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώριμον — γνώριμος well known masc acc sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc sg γνώριμος well known masc/fem acc sg γνώριμος well known neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»